- ένθερμος
- 1) avide2) chaleureux
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἔνθερμος — hot masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένθερμος — η, ο (AM ἔνθερμος, ον) 1. ολόθερμος, διάπυρος, φλογερός, διακαής 2. μτφ. εγκάρδιος, διακαής, θερμούργός, ολόψυχος 3. εμπαθής, παράφορος. επίρρ... ενθέρμως θερμά, πρόθυμα, διακαώς, με πάθος … Dictionary of Greek
ένθερμος — η, ο επίρρ. α μτφ. 1. που έχει θερμότητα μέσα του, εγκάρδιος, που γίνεται με πολλή αγάπη: Ένθερμη υποδοχή. 2. ο γεμάτος ζήλο: Η δικτατορία είχε κι ένθερμους υποστηριχτές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνθερμότερον — ἔνθερμος hot adverbial comp ἔνθερμος hot masc acc comp sg ἔνθερμος hot neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθέρμως — ἔνθερμος hot adverbial ἔνθερμος hot masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνθερμον — ἔνθερμος hot masc/fem acc sg ἔνθερμος hot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθερμότερος — ἔνθερμος hot masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθέρμοις — ἔνθερμος hot masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθέρμου — ἔνθερμος hot masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθέρμους — ἔνθερμος hot masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθέρμων — ἔνθερμος hot masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)